- ερμητικότητα
- η [ερμητικός]η ιδιότητα τού εντελώς κλειστού, τού στεγανού, τού φραγμένου, η στεγανότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερμητικότητα — η η ιδιότητα του ερμητικού, στεγανότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)